- ναρκότης
- ναρκότης, ἡ (Μ)1. νάρκωση, νάρκη2. μτφ. νωθρότητα, αδράνεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη, κατά τα θηλ. σε -ότης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek